ξανθόσωμα

ξανθόσωμα
το
βοτ. γένος πολυετών αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών που ανήκουν στην οικογένεια αροΐδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. xanthosoma (< ξανθός + σώμα)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ξανθός — I Πόλη της αρχαίας Λυκίας. Σύμφωνα με επιγραφές της Λυκίας, η παλαιότερη ονομασία της ήταν Άρινα ή Άρνα. Τον 6o αι. π.Χ., η Ξ. ήταν η κυριότερη πόλη της Λυκίας, όταν ο στρατηγός του Κύρου, Αρπαγος, ανέλαβε να κατακτήσει τη δυτική Μικρά Ασία, μετά …   Dictionary of Greek

  • τάρο — το, Ν βοτ. α) το ποώδες φυτό Colocasia esculenta τού γένους κολοκασία, το οποίο καλλιεργείται στη νοτιοανατολική Ασία και στα νησιά τού Ειρηνικού για τους μεγάλους εδώδιμους αμυλούχους κονδύλους του β) ονομασία τών ειδών τού γένους αλοκάσια, που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”